Πλησίον τῆς κοινότητος Καλοπαναγιώτη τῆς ἐπαρχίας Μόρφου.
Πανηγυρίζει τήν 4ην ᾿Οκτωβρίου.
Προϊστάμενος: Ἀρχιμ. Ἰάκωβος Καλογήρου, τηλ. 22953460 & 99218298.
Ἐφημέριοι ναοῦ: Οἱ ἑκάστοτε διακονοῦντες ἱερεῖς.
*****************************************
Η Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή
Στα όρια της Μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου της Κύπρου, στη δεξιά όχθη του ποταμού Σέτραχου και ανατολικά του χωριού Καλοπαναγιώτης, ευρίσκεται η ιστορική μονή του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή. Η αρχιτεκτονική των κτισμάτων της, οι εξαίρετες εικόνες και οι τοιχογραφίες που διασώζει συγκεντρώνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για το λόγο αυτό, άλλωστε, είναι ένα από τα δέκα μνημεία της Κύπρου που ανακηρύχθηκαν από την Ουνέσκο ως παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Η Μονή, κτισμένη στη βόρεια πλευρά της οροσειράς του Τροόδους σε υψόμετρο 700 μ., «…εις ένα άλλο μέρος της χώρας, ονομαζόμενον εις την λογίαν Ελληνικήν γλώσσαν ‘Μυριανθούσα’ και εις την απλήν λαϊκήν Ελληνικήν ‘Μαραθάσα’, δηλαδή πολύχρωμος, ως εκ της ωραιότητος των πολλών και πυκνών δασών και διαφόρων χόρτων, θάμνων και ανθέων. Είναι και τούτο το λαμπρότερον μέρος της Κύπρου, με πολλάς μονάς, ναούς, ιερείς, πολλά δάση, πηγάς και υψηλά όρη, πολύ υγιεινόν κλίμα, λογικούς κατοίκους, ευφυείς, ταχείς εις αντίληψιν, πεπειραμένους εις ανάγνωσιν και ψαλμωδίαν…..» σύμφωνα με τον Ρώσο περιηγητή Βασίλειο Μπάρσκυ, που επισκέφθηκε τη Μονή το 1735.
Η ίδρυση του μοναστηριού ανάγεται στη Μέση Βυζαντινή περίοδο (10ος – 12ος αιώνας), μετά την επανένταξη της Κύπρου στο Βυζαντινό Κράτος το 965 από το Νικηφόρο Φωκά. Η ιδιαίτερη στρατηγική σημασία του νησιού στην περιοχή μετά την απώλεια της Μικράς Ασίας από τους Σελτζούκους (μάχη του Ματζικέρτ 1071) σε συνδυασμό με την έναρξη των Σταυροφοριών, οδήγησε τους Βυζαντινούς στην οχύρωση της Κύπρου και στην αποστολή ανώτερων αξιωματούχων και μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας, ως διοικητών. Με την αρωγή του αυτοκράτορα και των διοικητών του νησιού κτίστηκαν νέες μονές και εκκλησίες, όπως η Μονή της Παναγίας του Κύκκου, η Παναγία του Άρακος, η Παναγία της Ασίνου, η Μονή Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη, η Παναγία στο Τρίκωμο, οι Άγιοι Απόστολοι στο Πέρα Χωριό της Νήσου κ.ά. Η ακριβής ιστορία της ίδρυσης του Μονής δεν είναι γνωστή. Η παλαιότερη γραπτή αναφορά που γνωρίζουμε χρονολογείται στο 1735, όταν την επισκέφθηκε ο Ρώσος μοναχός Μπάρσκυ. Στις Περιηγήσεις του αναφέρει ότι την αδελφότητα αποτελούσαν τότε δέκα μοναχοί. Το μοναστήρι αναφέρεται επίσης το 1788, στην Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού, ως ένα από τα μοναστήρια της Μητροπόλεως Κυρηνείας, στην οποία υπήγετο τότε. Στους κτηματικούς κώδικες της Μητροπόλεως Κυρηνείας (κωδ. Α΄ – Β΄ 1783 και 1773) αναφέρεται η δικαιοδοσία της Μονής σε τέσσερα μετόχια. Το μοναστήρι διαλύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και ένα ευρύχωρο κελλί του χρησιμοποιήθηκε ως αίθουσα διδασκαλίας για τα παιδιά των γειτονικών χωριών. Στο κέντρο του μοναστηριακού συγκροτήματος διατηρείται η παραδοσιακή λιθόστρωτη αυλή. Η μονή που έχει αναπαλαιωθεί διατηρεί στο ισόγειο της ανατολικής πτέρυγας ελαιοτριβείο των χρόνων της Τουρκοκρατίας.
Στη βόρεια πλευρά του μοναστηριού είναι κτισμένο το καθολικό του Αγίου Ηρακλειδίου, το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή και το Λατινικό παρεκκλήσι ή άλλως του Ακάθιστου Ύμνου. Πρόκειται για τρεις ναούς κτισμένους παρατακτικά, τον ένα δίπλα στον άλλο, οι οποίοι συγκοινωνούν μεταξύ τους. Το καθολικό και το παρεκκλήσι του Λαμπαδιστή στεγάζονται με κοινή ξύλινη στέγη με αγκιστρωτά κεραμίδια, ενώ το Λατινικό παρεκκλήσι που είναι ψηλότερο στεγάζεται με άλλη παρόμοια στέγη. Το μοναστηριακό συγκρότημα συμπληρώνουν δύο διώροφα κτήρια, που αποτελούν την ανατολική και τη δυτική πτέρυγά του. Η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της Εκκλησίας της Κύπρου και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου του λαού γενικότερα κατά το 18ο αιώνα επέτρεψε στην αδελφότητα να προχωρήσει σε εκτεταμένες ανακαινίσεις και επεμβάσεις. Το 1731 διευρύνθηκε η νότια είσοδος του καθολικού, με αποτέλεσμα να καταστραφεί η αρχική είσοδος, το τρίλοβο παράθυρο πάνω απ’ αυτήν και μεγάλο μέρος της τοιχογραφίας με τη Ρίζα του Ιεσσαί. Το 1782 η μονή πήρε τη σημερινή της μορφή με την ανέγερση του συνοδικού και του κελλιού του ηγουμένου δίπλα από αυτό.
Το καθολικό είναι αφιερωμένο στον Κύπριο άγιο Ηρακλείδιο, ο οποίος σύμφωνα με το συναξάριό του βαπτίστηκε χριστιανός στο ποτάμι Σέτραχο, σε χώρο πλησίον της μονής από τους Αποστόλους Παύλο, Βαρνάβα και Μάρκο κατά την περιοδεία τους στην Κύπρο το 45 μ.Χ. Οι Απόστολοι με το πέρας της περιοδείας τους χειροτόνησαν τον άγιο Ηρακλείδιο ως πρώτο επίσκοπο Ταμασού. Ο ναός του Αγίου Ηρακλειδίου ανήκει στον τύπο του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλλο. Φέρει τρεις ημικυκλικές αψίδες στα ανατολικά και αρχικά οικοδομήθηκε χωρίς νάρθηκα. Στην κεντρική αψίδα σώζονται σπαράγματα τοιχογραφιών με διακοσμητικά μοτίβα κάτω από μεταγενέστερες τοιχογραφίες και χρονολογούνται στον 11ο αιώνα. Στη βάση της αψίδας, δεύτερο στρώμα τοιχογραφιών του 12ου αιώνα που μιμείται ορθομαρμάρωση, απεικονίζει δύο μοναχούς να προσεύχονται γονατιστοί. Το εκτεταμένο εικονογραφικό πρόγραμμα με τον Παντοκράτορα στον τρούλλο, τους Προφήτες και την Ετοιμασία του Θρόνου με τους σεβίζοντες αγγέλους στο τύμπανο του τρούλλου, τους Ευαγγελιστές στα σφαιρικά τρίγωνα, τη Βαϊοφόρο, την Έγερση του Λαζάρου και τη Θυσία του Αβραάμ στη δυτική καμάρα, τη Σταύρωση και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ στο δυτικό τοίχο και την Ανάληψη στον ανατολικό, χρονολογούνται στο 13ο αιώνα. Τους πεσσούς και τη χαμηλότερη ζώνη του ναού καλύπτουν τοιχογραφίες με μορφές μεμονωμένων αγίων. Η απεικόνιση στην ασπίδα του εκατόνταρχου Λογγίνου, στην τοιχογραφία της Σταύρωσης, του οικοσήμου της δυναστείας των Λουζινιανών, των Φράγκων Βασιλέων της Κύπρου (1192-1489), οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο χορηγός των τοιχογραφιών ανήκε στη βασιλική οικογένεια. Παρόμοιους θυρεούς απεικονίζει και το γραπτό ξύλινο τέμπλο του καθολικού του μοναστηριού, που κοσμείται με φυτικό και ζωικό διάκοσμο. Πρόκειται για ένα από τα αρχαιότερα σωζόμενα ξύλινα τέμπλα στην Κύπρο και χρονολογείται γύρω στα τέλη του 13ου – αρχές 14ου αιώνα. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι το 1191 με την κατάκτηση της Κύπρου, την εγκατάσταση της Φραγκικής δυναστείας και εγκαθίδρυση της Λατινικής Εκκλησίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία για να επιβιώσει υποχρεώθηκε σε υποταγή στον Πάπα (1260-Bulla Cypria). Ήταν μια δυσμενής κατάσταση, στην οποία συνέβαλε και η κατάκτηση της ίδιας της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204. Η τέχνη του νησιού, με την εισροή ζωγράφων από τη Δύση και την Ανατολή, ιδίως μετά την πτώση των σταυροφορικών κρατιδίων στη Συρία και στην Παλαιστίνη, δέχεται έντονες επιδράσεις και αποκτά μια χαρακτηριστική ιδιομορφία, που έχει αποκληθεί maniera cypria.
Το 14ο αιώνα οι επαφές με την Κωνσταντινούπολη πυκνώνουν και η επίδραση της παλαιολόγειας τέχνης γίνεται αισθητή στην ζωγραφική της Κύπρου, όπως φαίνεται από τις υπόλοιπες τοιχογραφίες του ναού (η Ρίζα του Ιεσσαί στο νότιο τοίχο, η Θεοτόκος Πλατυτέρα ανάμεσα στους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, οι συλλειτουργούντες ιεράρχες στην αψίδα και οι σκηνές του χριστολογικού κύκλου στην ανατολική καμάρα, στο νοτιοδυτικό και στο βορειοδυτικό διαμέρισμα). Οι τοιχογραφίες αυτές καλύπτουν μέρος των προγενέστερων (13ος αιώνας) και χρονολογούνται γύρω στο 1500.
Με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και την άφιξη προσφύγων από την Πόλη η ζωγραφική της Κύπρου εμπλουτίζεται με νέα εικονογραφικά θέματα και αρχίζει η μεταβυζαντινή της φάση. Τμήμα επιγραφής που διασώθηκε πάνω από τη νότια είσοδο του νάρθηκα του καθολικού μαρτυρεί, ότι η διακόσμηση του νάρθηκα σχετίζεται με Κωνσταντινουπολίτη κατά την περίοδο αυτή. Η τεχνοτροπία των τοιχογραφιών του νοτίου τοίχου με το Δαυίδ στον λάκκο των λεόντων και τους τρεις παίδες εν καμίνω επιβεβαιώνει τη χρονολόγηση στο 15ο αιώνα. Στο τύμπανο του τυφλού τόξου πάνω από τη θύρα του νάρθηκα που οδηγεί στο καθολικό εικονίζεται ο Άγιος Ηρακλείδιος. Στον τοίχο αυτό απεικονίζεται η Δευτέρα Παρουσία, σκηνές από τα Εωθινά ευαγγέλια και ο δωρητής Μιχαήλ Αναγνώστης με τη γυναίκα και τους δύο κληρικούς υιούς του. Η απεικόνιση λατινιζόντων ιερέων (απεικονίζονται να φέρουν κουρά των Καθολικών) παραπέμπουν σε χρήση του ναού και από μέλη της Λατινικής εκκλησίας. Οι τοιχογραφίες στο βόρειο τοίχο ανήκουν σε άγνωστο ζωγράφο του 16ου αιώνα και απεικονίζουν ξανά σκηνές από τα Εωθινά.
Στη βόρεια πλευρά του καθολικού κτίστηκε στις αρχές του 12ου αιώνα (βάσει της τεχνοτροπίας των σπαραγμάτων τοιχογραφιών στο ιερό βήμα) το παρεκκλήσιο προς τιμή του αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή, τοπικού αγίου της περιοχής. Σύμφωνα με τον αρχαιότερο βίο του Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή στον κώδικα 4 της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου, ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στο χωριό Λαμπάς (Λαμπαδού) κοντά στην Γαλάτα. Τυφλώθηκε από τον πεθερό του με δηλητηριασμένο έδεσμα και αποσύρθηκε από τα εγκόσμια στο πατρικό του σπίτι. Απεβίωσε σε νεαρή ηλικία και τάφηκε στο ναό του Αγίου Ηρακλειδίου. Τα θαύματα του Αγίου και η φήμη που απέκτησε, οδήγησαν στην ανέγερση του παρεκκλησίου του. Το μεγαλύτερο μέρος του αρχικού παρεκκλησίου καταστράφηκε και ξανακτίστηκε πριν το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, όταν τοιχογραφήθηκε ο βόρειος τοίχος του ναού. Το παρεκκλήσιο είναι μονόχωρος, καμαροσκεπής ναός, ο οποίος επικοινωνούσε αρχικά με το ναό του Αγίου Ηρακλειδίου με μικρά καμαροσκεπή ανοίγματα, όπως αυτά που διατηρούνται ακόμη στο ιερό Βήμα και στα βορειοανατολικά του κυρίως ναού. Όταν ανεγέρθηκε το Λατινικό Παρεκκλήσι ανοίχθηκαν μεγάλα οξυκόρυφα τόξα στο παρεκκλήσιο του Λαμπαδιστή για να ενώνουν το παρεκκλήσιο με το καθολικό στα νότια, το Λατινικό παρεκκλήσιο στα βόρεια και τον νάρθηκα στα ανατολικά, τα οποία προκάλεσαν την κατάρρευση του Λαμπαδιστή. Κατά την ανακατασκευή του παρεκκλησίου σμικρύνθηκε το τόξο μεταξύ του Λατινικού παρεκκλησίου και του Λαμπαδιστή και δημιουργήθηκε χώρος για την τοιχογράφηση της μορφής του αγίου Ιωάννη Λαμπαδιστή, η οποία σήμερα καλύπτεται πίσω από προσκυνητάριο. Η τοιχογραφία αυτή που μπορεί να χρονολογηθεί στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα προτείνεται ως terminus ante της ανακατασκευής του παρεκκλησιού του Λαμπαδιστή. Στο ναό του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή υπάρχει ο τάφος του και η τίμια κάρα του φυλάσσεται μέσα σε αργυρή λειψανοθήκη του 1641. Πάνω από τον τάφο του Αγίου, στο αρχικά τυφλό τόξο στη βόρεια πλευρά του ιερού Βήματος, διατηρούνται σπαράγματα τοιχογραφιών, που απεικονίζουν σκηνές από το Βίο του Αγίου.
Το Λατινικό παρεκκλήσι ή άλλως του «Ακάθιστου Ύμνου» στη βόρεια πλευρά του παρεκκλησίου του αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή είναι μονόχωρος καμαροσκεπής ναός χωρίς αψίδα. Το παρεκκλήσιο αυτό εικάζεται ότι ανήκε εξ ολοκλήρου στη Λατινική Εκκλησία, όπως το Βασιλικό Παρεκκλήσι στα Πυργά, η Παναγία Ασπροφορούσα στο Μπέλλαπαϊς και το Λατινικό παρεκκλήσιο προσκολλημένο στα νότια του ναού της Παναγίας Αγγελόκτιστης στο Κίτι. Η όλη διακόσμηση του Παρεκκλησίου είναι έντονα επηρεασμένη από το ύφος του γοτθικού παρεκκλησίου των Scrovegni στην Πάδοβα της Ιταλίας που τοιχογράφησε ο Giotto μεταξύ των ετών 1303 και 1305. Η καμάρα του παρεκκλησίου φέρει διακοσμητικές ταινίες που σχηματίζουν δύο μεγάλα σταυροθόλια. Τα τριγωνικά διαμερίσματα των σταυροθολίων αυτών κοσμούνται με μορφές Αποστόλων σε γοτθικά τετράφυλλα. Ο βόρειος και ο νότιος τοίχος απεικονίζουν σε δύο σειρές τους 24 Οίκους του Ακαθίστου Ύμνου. Στο δυτικό τοίχο απεικονίζεται η Ρίζα του Ιεσσαί και στο πλαίσιο του αναγεννησιακού φεγγίτη, εξαπτέρυγα σε χρυσό βάθος. Στον ανατολικό τοίχο ανάμεσα στις σκηνές με το Μωυσή να λαμβάνει τις δέκα εντολές και το εικονογραφικό θέμα της Βάτου εικονίζεται η ένθρονη Βρεφοκρατούσα σε αχιβάδα και πάνω από αυτή, στο αέτωμα, απεικονίζεται η Φιλοξενία του Αβραάμ.
Οι τοιχογραφίες αυτές αντανακλούν το νέο πολιτικό κλίμα που επικρατεί στο νησί. Ήδη από το 1489 η Κύπρος τίθεται και επίσημα με την Αικατερίνη Κορνάρο, χήρα του τελευταίου βασιλιά της δυναστείας των Λουζινιάν, υπό βενετική κυριαρχία. Την περίοδο αυτή Κύπριοι ζωγράφοι ζουν και εργάζονται στη Βενετία και σε άλλες πόλεις της Ιταλίας και έρχονται σε επαφή με την τέχνη της. Η ζωγραφική του Λατινικού Παρεκκλησίου ανήκει στη λεγόμενη «ιταλοβυζαντινή ζωγραφική» που δημιούργησε και τα τοιχογραφημένα σύνολα στην Παναγία Ιαματική στον Αρακαπά, στην Παναγία της Ποδίθου στην Γαλάτα, στην Παναγία Καθολική στο Πελένδρι κ.α. Στα τοιχογραφημένα αυτά σύνολα παρουσιάζεται μια συγκροτημένη προσπάθεια για ορθή προοπτική και απόδοση της τρίτης διάστασης και του όγκου των μορφών και των κτηρίων που συνδέεται με τον Giotto και τη σχολή της Τοσκάνης στην Ιταλία του 14ου αιώνα. Τα βυζαντινά εικονογραφικά πρότυπα εξιταλίζονται με την εξιδανίκευση των θείων μορφών και την έντονη επιδίωξη για ανάδειξη του φυσικού κάλλους.
Στο μοναστήρι φυλάσσονται αξιόλογες εικόνες, όπως αυτές του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή (13ος αι.), της Παναγίας Θεοσκέπαστης του 14ου αιώνα, του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή (13ος και 16ος αι.), η εικόνα του Αγίου Ηρακλειδίου με δωρητές (1543), κ.ά Στο παλαιό Δημοτικό Σχολείο, ένα νεώτερο κτήριο του 1920 νοτίως του Μοναστηριού, δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια Εικονοφυλάκιο στο οποίο φιλοξενείται μια εξαιρετική συλλογή εικόνων που προέρχονται από τη Μονή αλλά και από διάφορους ναούς του Καλοπαναγιώτη. Τα έργα καλύπτουν τεχνοτροπικά την εξέλιξη της βυζαντινής τέχνης από το 12ο αιώνα μέχρι και το 19ο αιώνα. Ανάμεσα στα έργα εξαιρετικής τέχνης που εκτίθενται ιδιαίτερη θέση κατέχει το μεσοβυζαντινό κάλυμμα ευαγγελίου (12ος αι.) με την απεικόνιση του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και το παλαιότερο επιστύλιο εικονοστασίου της Κύπρου (14ος αι.) που προέρχεται από το ναό της Παναγίας Θεοσκέπαστης στον Καλοπαναγιώτη και απεικονίζει σε 25 διάχωρα το χριστολογικό κύκλο και τους προφήτες Δαυίδ και Σολομών.
Μια επίσκεψη στη Μονή που βρίσκεται, όπως προαναφέρθηκε, σε ένα από τα ομορφότερα ορεινά τοπία της Κύπρου, εκτός από τη πνευματική ανάταση που προσφέρει η κατανυκτική ατμόσφαιρα του μοναστηριού, θα χαρίσει στον επισκέπτη αβίαστα και ευχάριστα τη γνώση και την εμπειρία χιλίων χρόνων ιστορίας βυζαντινής τέχνης στην Κύπρο.
Δρ. Ιωάννης Α. Ηλιάδης
Βυζαντινολόγος–Ιστορικός Τέχνης,
Διευθυντής Βυζαντινού Μουσείου και Πινακοθήκης Ιδρύματος Αρχ. Μακαρίου Γ΄
Αναδημοσίευση από:
Ιω. Ηλιάδης, «Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή», Πεμπτουσία τ. 18 (Αύγουστος-Νοέμβριος 2005), 76-82.