Η αισθητική και το μέτρο στην Εκκλησία. Κριτική θεώρηση.

Η αισθητική και το μέτρο στην Εκκλησία. Κριτική θεώρηση.

Πάντα μετά από μια εορταστική εκκλησιαστική περίοδο, κατά την οποία γίνεται εκτενής αναφορά στα ΜΜΕ και ένα ξέφρενο ποστάρισμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και όχι μόνο, το κριτικό βλέμμα παρατηρεί πολλά. Πέρα από τα όποια θεολογικά και εκκλησιαστικά άτοπα, αχρείαστα, συντηρητικά και απόμακρα, εικόνα και ήχος προκαλούν για βαθύτερη ανάλυση και προβληματισμό, ιδιαίτερα σχετικά με την αισθητική και το μέτρο στην ορθόδοξη Εκκλησία.

Αισθητική. Όσο υποκειμενική κι αν είναι στον χώρο της τέχνης, εντούτοις υπάρχουν κάποιες σταθερές, οι οποίες είναι αυταπόδεικτες. Π.χ. η ζωγραφική ή αγιογραφία. Και το πιο απαίδευτο μάτι μπορεί να διακρίνει την ομοιομορφία, την ασχήμια, την παραμόρφωση και το ωραίο οποιασδήποτε απεικόνισης, είτε σκηνών είτε μορφών. Επίσης, και το πιο ανυποψίαστο βλέμμα μπορεί να διακρίνει την τάξη, την ευταξία, την οικο-νομία, τη διαρρύθμιση και τη διακόσμηση ενός χώρου και μάλιστα εκκλησιαστικού. Κατά αναλογία, και ένα απαίδευτο «ούς» μπορεί να νιώσει και να αξιολογήσει την ευάκουστη μουσική ερμηνεία, την μετρημένη ηχητική, την επιτηδευμένη και επιδεικτική ψαλτική, την ορθοφωνία, την καλλιφωνία ή την κακοφωνία κ.α. Ακόμα, ο οποιοσδήποτε μέσος πιστός μπορεί να εννοήσει την κατάχρηση του χρόνου, την απουσία οποιασδήποτε αμεσότητας, την βαναυσότητα στα λεγόμενα και την επιείκεια στα τελούμενα.

Δυστυχώς, είναι γεγονός, ότι κατά το πλείστο η αισθητική δεν αφορά διόλου το ποιμαντικό έργο της εκκλησίας. Οι ενορίες χτίζουν ναούς μετρώντας το βαλάντιο πρώτα και μετά το ωραίο, εγκρίνοντας το βολικότερο παρά το ομορφότερο, το απολύτως πρακτικό και άμεσο παρά το τεχνικά άρτιο. Ηχητικές παράκρουσης, χωρίς καμία πρόνοια πρώτα από τους ιδιώτες τεχνικούς και μετά από τους αδαείς κληρικούς, ψάλτες και επιτρόπους για την ευκρίνεια, την ενδεδειγμένη για μουσική χρήση ρύθμιση, την ηχομόνωση του ναού και την εξατομικευμένη ρύθμιση μικροφώνων, όπως ενδείκνυται σε επαγγελματικές εγκαταστάσεις παραστάσεων. Ίσως εδώ να βρίσκεται και η μεγαλύτερη ενοχή όλων των εμπλεκομένων, διότι το κύριο μέσο και εργαλείο της λατρείας είναι ο λόγος και η μουσική και μετά όλα τα υπόλοιπα. Αλλά, εις μάτην και ανώφελη κάθε κουβέντα περί τούτου. Το χειρότερο, η αντίδραση σε όποια σχετική εισήγηση η αδιαφορία μέχρι και ο σνομπισμός.

Έπειτα, μια και η λατρεία μας αφέθηκε, λανθασμένα κατ’ εμέ, στον θεατρικό της χαρακτήρα, τουλάχιστον να φροντίσει η εκκλησία να «φτιάξει» κάπως την εικόνα της. Κινήσεις, διαρρυθμίσεις, λιτανείες, σκηνές, χορικά, εισόδοι, εξόδοι, απαγγελίες, αναγνώσεις κ.α. να έχουν τουλάχιστον ένα υποφερτό επίπεδο απόδοσης και συντονισμού, με άλλα λόγια ιεροπρέπεια και τάξη και όχι την εικόνα πανηγυριού και λαϊκής αγοράς. Μεγάλη υπόθεση επί τούτου, η αίσθηση του μέτρου. Όλα να γίνονται με μέτρο, εξυπηρετώντας τον σκοπό της λατρείας και όχι τις όποιες ανάγκες ψαλτών, ιερέων, αναγνωστών και επιτρόπων. Διάρκεια, απλότητα, ρυθμικότητα, μετριασμός φωνής, ύφους, ήθους και ερμηνείας οφείλουν να είναι σε απόλυτη αρμονία και συστολή με το γεγονός της λατρείας. Π.χ. όταν εκφωνείται κάποια δέηση ή αίτηση, δεν απαγγέλλεται απλά ως ποίημα αλλά είναι λόγος προς τον Θεό και είναι ανήκουστο να «μασάται», πρόχειρα και βιαστικά να ψιθυρίζεται και ακαταλαβίστικα και τροχάδιν να προφέρεται. Όταν, απαντάται από τον χορό η αίτηση με το «Κύριε ελέησον», δεν απαγγέλλεται απλά ως ανούσιος τυπικός λόγος αλλά και αυτός είναι λόγος προς τον Λόγο. Δεν είναι ούτε Κυρελέησον, ούτε «Κύριε ελέησοοοοοοοοοοοον», ούτε «Κύυυυυυυυυυυυριε, εεελεεεηησοοοοννννν». Ακόμα και έτσι να είναι, αν υπάρχει το κατάλληλο ύφος, ζωηρός ρυθμός, ορθοφωνία και απλότητα στην έκφραση δεν προκαλεί. Δεν είναι τυχαία, η παρατήρηση του μέγιστου λειτουργιολόγου καθηγητή κ. Φουντούλη, ότι ο λόγος που πολλοί πιστοί επιλέγουν αν εκκλησιάζονται σε μοναστήρια παρά σε ενορίες είναι το πνεύμα της κατάνυξης και της τάξης που χάθηκε από τις ενορίες. Και μεις συμπληρώνουμε, της αισθητικής και του μέτρου.

Δεν είναι ανάγκη να προσθέσουμε και τα όσα διαδραματίζονται με την ευλογία Επισκόπων σε διάφορους Ναούς κατά τις τελετές και ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Με το πρόσχημα, το άκριτο πρόσχημα της παράδοσης, πολλά τεκταινόμενα όχι μόνο έξω από το πλαίσιο της αισθητικής και του μέτρου βρίσκονται, αλλά έξω ακόμα και από το πλαίσιο της ευσέβειας, της ιεροπρέπειας και αυτής ακόμα της αίσθησης της παρουσίας του Χριστού μέσα στο Ναό. Ωσάν και ο Χριστός κατέληξε από πρωταγωνιστής κομπάρσος στην ίδιά του την Εκκλησία, στην ίδιά του τη Μεγάλη Εβδομάδα του Πάθους και της Ανάστασής Του.

Η Εκκλησία με τις κατά τόπους ενορίες της, έτσι ή αλλιώς, πορεύεται και θα πορεύεται απαρασάλευτη εις τους αιώνας. Με τα πιο πάνω δεν καταλύεται ο Θεοκεντρικός της χαρακτήρας και η μυστηριακή της διάσταση. Ωστόσο, αν θέλουμε να μοιάσουμε του Θεού μας, αν θέλουμε και μεις να ανταποκριθούμε στο κάλεσμα της ομορφιάς του Θεού και της δημιουργίας Του, στον «κόσμο» (κόσμημα) που δημιούργησε, τότε είναι ανάγκη να ιεραρχήσουμε κλήρος και λαός τις προτεραιότητες της λατρείας. Το όμορφο και μετριασμένο, ή το ακαλαίσθητο, παραμελημένο και ασεβές;

 

του Γιώργου Κυπριανού

Θεολόγος Εκπαιδευτικός – Msc Θεολογίας

 

Related Articles

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *