Στη τελετή αποφοίτησης της θεολογικής Σχολής Κύπρου και κατά την διάρκεια της ομιλίας του ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου δεν περιορίστηκε σε λόγια πνευματικής παρηγοριάς, αλλά θέλησε να αναδείξει με παρρησία τον πνευματικό κίνδυνο της εποχής: την έξαρση φαινομένων αποτείχισης και ανυπακοής στην κανονική εκκλησιαστική τάξη.
«Είναι απαραίτητο, ως θεολόγοι, να διακρίνετε την πραγματική ευλάβεια από τον φανατισμό, την αγάπη για την Εκκλησία από τη διασπαστική “ομολογιακή” εμμονή», τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος. Σε αυστηρό τόνο, έκανε λόγο για «ομάδες που αυτοανακηρύσσονται φύλακες της πίστης, αλλά διαστρεβλώνουν την εκκλησιαστική παράδοση με πνεύμα αυθαιρεσίας και διχασμού».
Ο Αρχιεπίσκοπος υπογράμμισε τη σημασία της Συνοδικότητας ως θεμέλιο της εκκλησιαστικής ζωής:
«Η Εκκλησία δεν είναι άθροισμα απόψεων, ούτε θρησκευτική ιδεολογία. Είναι το Σώμα του Χριστού. Όποιος κόβει τον εαυτό του από το Σώμα, δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι μένει μέσα στην Εκκλησία.»
Αναφερόμενος εμμέσως πλην σαφώς στους αποτειχισμένους, είπε χαρακτηριστικά:
«Η “αποτείχιση”, όταν προκύπτει από αυθαίρετη και μονομερή κρίση, δεν αποτελεί ορθόδοξη μαρτυρία, αλλά πνευματική πλάνη. Δεν διασώζει την Εκκλησία – τη διαβάλει εκ των έσω.»
Ο Αρχιεπίσκοπος κάλεσε τους νέους θεολόγους να υπηρετούν τη μαρτυρία της Εκκλησίας με διάκριση, ταπείνωση και σύνδεση με τον επίσκοπο και τη Σύνοδο. Όπως επισήμανε:
«Θεολόγος δεν είναι αυτός που γνωρίζει, αλλά αυτός που μετέχει στο μυστήριο της Εκκλησίας με καθαρή καρδιά και υπακοή. Η υπακοή στην Εκκλησία δεν είναι δουλεία – είναι ελευθερία από την αυθαιρεσία.»
Η ομιλία του Αρχιεπισκόπου έτυχε θερμής υποδοχής από την ακαδημαϊκή κοινότητα της Σχολής, ενώ ταυτόχρονα κατέδειξε με σαφήνεια την αγωνία της Εκκλησίας να προφυλάξει την ενότητά της σε μια εποχή πολλαπλών πνευματικών πειρασμών και εσωτερικών εντάσεων.